roupeiro - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

roupeiro - translation to

ARMÁRIO USADO PARA GUARDAR ROUPAS
Roupeiro; Guardarroupas
  • Armário de roupas

кастелянша      
roupeira (f)
roupeiro m      
гардеробщик

Ορισμός

Roupeiro
m. e adj.
Indivíduo, encarregado de guardar a roupa de uma família ou communidade.
Aquele que faz roupa.
Prov. beir.
Pastor, que faz queijos.
Prov. alent.
Qualquer indivíduo, que faz queijos.
m.
Casta de uva branca, talvez o mesmo que "dona-branca".

Βικιπαίδεια

Guarda-roupas

O guarda-roupas, roupeiro é um item mobiliário de um quarto, onde se guardada roupas, acessórios de vestuário e calçados, também é conhecido como guarda-fatos sobretudo em Portugal, onde fato é sinónimo de roupa.

O armário surgiu no século XVI, e era usado para guardar armas como o termo em português parece indicar, todavia, com o tempo, os nobres passaram a ter a catia depósitos de armas cada vez mais suntuosos e os armários começaram a ser usados para guardar o vestuário.